- αρχαιοτροπια
- ἀρχαιοτροπίαἀρχαιο-τροπίαἥ старинные нравы и обычаи, старый быт Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀρχαιοτροπία — ἀρχαιοτροπίᾱ , ἀρχαιοτροπία old fashioned ways fem nom/voc/acc dual ἀρχαιοτροπίᾱ , ἀρχαιοτροπία old fashioned ways fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχαιοτροπία — ἀρχαιοτροπία, η (Α) [αρχαιότροπος] τα αρχαία ήθη, ο παραδοσιακός τρόπος … Dictionary of Greek
ἀρχαιοτροπίαν — ἀρχαιοτροπίᾱν , ἀρχαιοτροπία old fashioned ways fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)